θηριομαχήσας

θηριομαχήσας
θηριομαχήσᾱς , θηριομαχέω
fight with wild beasts
aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Αγαπίων — Άγιος του χριστιανισμού, ρωμαϊκής καταγωγής.Ρίχτηκε στα θηρία, αλλά εκείνα, κατά την παράδοση, δεν τον πείραξαν. «Τούτον ηγάπησε και θηρίων φύσις». Σύμφωνα με τον παρισινό κώδικα αρ. 1758 «θηριομαχήσας και μηδέν βλαβείς, τελειούται διά ξίφους». Η …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”